- Καρπενησιώτης
- οθηλ. Καρπενησιώτισσα ο κάτοικος του Καρπενησίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… … Dictionary of Greek
Καρπενησιώτης, Αθανάσιος — (Άγιος Ανδρέας, Καρπενήσι 1780 – Μολδαβία 1821). Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως οπλοποιός. Αργότερα ασχολήθηκε με την ενοικίαση κτημάτων στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Μυήθηκε … Dictionary of Greek
Карпенисиотис, Афанасиос — Афанасиос Карпенисиотис Αθανάσιος Καρπενησιώτης … Википедия
Karpenisi — Καρπενήσι View of Karpenisi. Location … Wikipedia
Καρπενήσιος — ο, θηλ. α ο Καρπενησιώτης … Dictionary of Greek
Καρπενησίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Καρπενήσι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 97 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 58 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές επιτροπείες: Καρπενησίου… … Dictionary of Greek